Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της δημοκρατίας. Ή μάλλον καλύτερα, ο αιώνας του «λόγου περί δημοκρατίας». Αντίθετα με τους προηγούμενους αιώνες, όταν η δημοκρατία ήταν ένα ιδεώδες και η θεωρητική συζήτηση αφορούσε πλευρές αυτής της ιδέας, κατά τον 20ό αιώνα η συζήτηση σχετίστηκε με τις αιτίες των δυσκολιών στην εφαρμογή της δημοκρατίας . Ο ναζισμός, ο φασισμός και ο σταλινισμός (με διαφορετικά πρόσημα και μεγέθη) αλλά και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν άφηναν περιθώρια στη δημοκρατία για πολλές δεκαετίες. Ο Ρόμπερτ B. Πράις (Καναδός πολιτικός, μαθητής του Κέυνς και δ/ντής του ΔΝΤ το 1971) παρατήρησε με θλίψη ότι λείπει η καλή θέληση, η πολιτικοποίηση και η συνεργασία μεταξύ των δημοκρατικών πολιτών. Μαζί με τον αμφισβητία του «κλασικού δόγματος» περί δημοκρατίας Γιόζεφ Σουμπέτερ παρατήρησαν ότι η δημοκρατία είχε υποβαθμιστεί σε μέσο παροχής υλικών ωφελημάτων στους πολίτες και δεν ήταν πια ο σκοπός. Η άποψη του Σουμπέτερ για τη δημοκρατία ήταν αυτή μιας διαδικασίας ανταγωνισμού μεταξύ ηγετών με στόχο την ψήφο των πολιτών. Ο λαός, οι πολίτες, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το «κοινό καλό» κι έτσι ήταν εύκολη η χειραγώγησή του από τους ηγέτες, οι οποίοι είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική ημερήσια διάταξη. Αυτή η απαισιόδοξη άποψη άνοιξε το δρόμο για τη θεώρηση της δημοκρατίας με όρους αγοράς.

Στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ μια από τις συζητήσεις που φούντωσαν λόγω αυτής της απαισιόδοξης άποψης ήταν μεταξύ των ελιτίστικων και των πλουραλιστικών εκδοχών της δημοκρατίας. Η πρώτη, στηριζόμενη στην έννοια της ελίτ ως μιας κλειστής ομάδας που τα μέλη της διαθέτουν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες ή/και πόρους, μέσω μιας σειράς στοχαστών και πολιτικών ηγετών έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει πως (πρέπει να) υπάρχει ανισότητα από την άποψη της κοινωνικής και της πολιτικής ισχύος ανάμεσα στις ελίτ και στις μάζες. Ο Βιλφρέντο Παρέτο διέκρινε μεταξύ κυβερνωσών και μη-κυβερνωσών ελίτ και μεταξύ αυτών και της μάζας. Ξεκινώντας από αυτή τη διάκριση ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ρόμπερτ Μίκελς διατύπωσε τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» για κάθε είδος οργάνωσης καθώς, κατ’ αυτόν, όταν μιλάμε για οργάνωση μιλάμε για ολιγαρχία, που για έναν άλλο στοχαστή, τον Μαξ Βέμπερ που η γραφειοκρατική ολιγαρχία, αλλά όπως τόνισε ο Γκαετάνο Μόσκα που προσπάθησε να συμβιβάσει τη θεωρία των ελίτ με μια περιορισμένης μορφής φιλελεύθερη δημοκρατία επινοώντας την έννοια της «κυκλοφορίας των ελίτ». Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Καρλ Μανχάιμ, ο οποίος αποδίδει την ύπαρξη περισσότερων ελίτ στις ολοένα και πιο πολύπλοκες κοινωνίες των μοντέρνων καιρών. Επομένως, καμία ελίτ δεν μπορεί εξ ολοκλήρου να κατευθύνει τις τύχες των κοινωνιών. Η πιο απαισιόδοξη από τις ελιτίστικες θεωρίες ήταν αυτή του Ορτέγκα Υ Γκασέτ που θεώρησε ως κίνδυνο για την (ελιτίστικη) δημοκρατία την «μετριοκρατία της μάζας» της οποίας απαγορεύει να γίνει κριτής μέσω της πολιτικής συμμετοχής.

Ένα μέρος από τους στοχαστές που ανέλαβαν να διερευνήσουν εμπειρικά και κριτικά αυτή την υπόθεση των ελιτιστών εξετάζουν τη διαστρωμάτωση της ισχύος, τις θέσεις και τη φήμη που απολαμβάνουν οι «προύχοντες» των τοπικών κοινοτήτων. Ένας από τους στοχαστές του οποίου η έρευνα προκάλεσε έντονη διαμάχη και πολυάριθμες νέες έρευνες αλλά και συνέβαλε στην πολιτική κριτική του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ ήταν ο Τσαρλς Ράιτ Μιλλς με το έργο του που έδειξε ότι η δημοκρατία είναι υποβαθμισμένη λόγω της κυριαρχίας των τριών ελίτ (οικονομική, πολιτική και στρατιωτική) που αλληλοσυνδέονται με την εξουσία. Ακυρώνεται, κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της δημοκρατίας ως άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο μαρξιστής Ραλφ Μίλιμπαντ χρησιμοποίησε σε γενικές γραμμές αυτή την ερευνητική λογική για να εξετάσει την περίπτωση των ελίτ της εξουσίας στο Η.Β. Η γενική μαρξιστική κριτική της θεωρίας των ελίτ τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα της που αποτελεί μια μονόπλευρη και ανιστορική θεώρηση που δικαιολογεί την κυριαρχία της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της με την αναγόρευση της υποτιθέμενης «φύσης του ανθρώπου» και την τεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία σε γενικούς κανόνες.
Η πλουραλιστική κριτική της «ελιτίστικης δημοκρατίας» πήρε άλλο δρόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη “Voting” του Μπέρναλντ Μπέρελσον (1954) ο οποίος ανέδειξε το «παράδοξο της δημοκρατίας», δηλαδή την αντίφαση της υπόθεσης των κλασικών θεωρητικών της δημοκρατίας με την πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται στα ευρήματα των ερευνών πολιτικής συμπεριφοράς που αρχίζουν να ακμάζουν και δείχνει πως οι ψηφοφόροι δεν είναι ιδιαίτερα ενεργοί στο δημόσιο βίο αλλά, αντιθέτως, είναι απαθείς και αυτό παρά το γεγονός ότι το σύστημα λειτουργεί ακόμη και χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών. Αυτή η έρευνα άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη μιας εμπειρικής θεωρίας σχετικά με τη συμβατότητα της κυριαρχίας των ελίτ και της δημοκρατίας («δημοκρατικός ελιτισμός). Οι υπερασπιστές του τονίζουν οι ελίτ διαθέτουν τη σοφία κι επιλέγουν σωστά στο όνομα των μαζών, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου. Όμως, εδώ υπάρχει αντίφαση, καθ’ όσον οι ελίτ είναι κλειστές και λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους τα οποία προασπίζουν. Επίσης υποστηρίζουν ότι οι ελίτ δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία επειδή είναι πολλές και εναλλάσσονται στην εξουσία και για να πετύχουν κάτι πρέπει να έρχονται σε διαπραγματεύσεις και να συνεργάζονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα καμία να μην αυτονομείται ιδιαίτερα από τις άλλες. Οι υποστηρικτές του «δημοκρατικού ελιτισμού» και των «υπεύθυνων ελίτ» που στο φινάλε λογοδοτούν στο λαό και στις μη κυβερνώσες ελίτ μέσω των εκλογών αφαιρούν από την οπτική τους γωνία την εγγενή στο σύστημα χρονοκαθυστέρηση, δηλαδή το ότι τα τετελεσμένα γεγονότα επιφέρουν συχνά αρνητικές συνέπειες που δεν είναι πάντα αντιστρέψιμες (π.χ. ασφαλιστικό και εργασιακό νομοσχέδιο καθ’ υπαγόρευση ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ) στο χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αλλά και η ατομικιστική φιλελεύθερη δημοκρατική θεωρία απέρριψε τον «δημοκρατικό ελιτισμό» επειδή θεωρεί την πλειοψηφία των πολιών ως παθητικούς καταναλωτές που δεν είναι ικανοί να κρίνουν, να ασκήσουν εξουσία και είναι απαθείς. Σε σειρά ερευνών το εύρημα είναι κοινό: ως επί το πλείστον απαθείς ψηφοφόροι βρίσκονται μεταξύ των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων που δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις.

Έτσι, είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επιδέχονται βελτιώσεις, μεταρρύθμιση και ανατρεπτικό μετασχηματισμό και όχι η έννοια και η πολιτική της δημοκρατίας. Ο ελιτισμός χρησιμοποιεί τη δημοκρατία ως μέσο και όχι ως σκοπό. Αρνείται την πολιτική ισότητα και αποδέχεται την ανισότητα δύναμης και εξουσίας ως κάτι το «φυσικό». Κάθε απόπειρα αλλαγής των ισορροπιών θεωρείται ασύνετη. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» ή «πολυαρχίας» που αναπτύχθηκε σε αντιπαράθεση με τον ελιτισμό φέρνουν ως παράδειγμα το καθεστώς των ΗΠΑ κατά τον 20ό αιώνα. «Πολυαρχία» είναι η διακυβέρνηση από μια σειρά μειοψηφιών, από τις οποίες άλλες είναι ιδιοτελείς και άλλες δρουν προς όφελος του «κοινού καλού» αλλά όλες τους αποδέχονται την καθιερωμένη μορφή άσκησης πολιτικής και οι προτάσεις τους για την ακολουθητέα πολιτική παραμένουν στο πλαίσιο της συναίνεσης και του συστήματος. Γι’ αυτό ο πλουραλισμός δεν μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα καθώς στην κλασική του μορφή δεν αποδέχεται την ύπαρξη μη επανορθώσιμων ανισοτήτων. Όποιες προσωρινές ανισότητες υπάρχουν τελικά εξαλείφονται μέσα από την συνεργασία.

Η πιο ουσιαστική κριτική των υπαρχουσών θεωριών για τη δημοκρατία προήλθε από το χώρο της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Ο πρώτος θεωρητικός της ήταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ που υποστήριζε πως ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας καθιστούσε τους πολίτες ελάχιστα πιο ελεύθερους από τους δούλους και ασκούσε σκληρή κριτική στο βρετανικό κοινοβουλευτισμό: «Ο λαός της Αγγλίας θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, όμως κάνει τεράστιο λάθος.» Κορυφαία μορφή της ριζοσπαστικής δημοκρατίας είναι η «άμεση δημοκρατία» στα πλαίσια της οποίας ο καθένας και η καθεμιά θα μπορεί να αυτοεκπροσωπείται. Στην άμεση δημοκρατία όπου οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με το Νόμο στην ουσία έρχονται αντιμέτωποι με τους νόμους που οι ίδιοι έχουν ελεύθερα δημιουργήσει. Οι φιλελεύθεροι ειρωνεύτηκαν και αντιπάλεψαν αυτή τη θέση, θεωρώντας ότι εξαναγκαζόμενος ο πολίτης να υπακούει στο νόμο εξαναγκάζεται να είναι ελεύθερος. Ο Ρουσσώ κατηγορήθηκε ότι άνοιξε το δρόμο για τον «ολοκληρωτισμό», ειδικά όταν πρότεινε την ύπαρξη ενός Νομοθέτη που θα εισηγείται προς το σύνολο των πολιτών να υιοθετήσουν ή να απορρίψουν την πρόταση νόμου του. Ακόμη χειρότερα, όταν εισηγείται στους πολίτες να μ ην εκφράζουν υα ιδιοτελή τους συμφέροντα και να εκφράζουν τη Γενική Βούληση. Στον 20ό αιώνα η άμεση δημοκρατία τέθηκε στο επίκεντρο αρκετές φορές σε διαφορετικές καταστάσεις. Στην Ελβετία των Καντονιών και στις ΗΠΑ τίθενται σε ισχύ δημοψηφισματικές διαδικασίες για την απόφαση σε τοπικά ή εθνικά ζητήματα. Στην Σοβιετική Επανάσταση εκφράστηκε με τη λειτουργία των σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών αλλά γρήγορα η κομματικο-κρατική γραφειοκρατία υφάρπαξε όλες τις εξουσίες των σοβιέτ καταστέλλοντας κάθε ιδέα και πράξη άμεσης δημοκρατίας. Η δεκαετία του 1960-1970 είδε την παγκόσμια εξέγερση της νεολαίας και τη Νέα Αριστερά να θέτουν εκ νέου το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας με ιδιαίτερη αναφορά στις γενικές συνελεύσεων των εργατών των επιχειρήσεων και την αυτοδιαχείριση. Προσπαθώντας να δείξει τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές διαστάσεις της άμεσης δημοκρατίας, τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς και τους κινδύνους, ο Νίκος Πουλαντζάς πρότεινε τη συνύπαρξη θεσμών άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ήταν ριζικά διαφορετική από το μοντέλο του σταλινικού «υπαρκτού σοσιαλισμού» που στην ουσία ήταν ένα κρατικός καπιταλισμός με πραγματικά δικτατορικό πολιτικό καθεστώς. Η άμεση δημοκρατία είναι συνυφασμένη με την ελευθερία. Εξάλλου η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε έγκαιρα προειδοποιήσει τον Λένιν, τον Τρότσκι και τους Μπολσεβίκους επαναστάτες: «Ελευθερία μόνα για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος – αν και είναι πολυάριθμα – δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι ελευθερία γι αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Η ουσία της πολιτικής ελευθερίας δεν εξαρτάται από τους φανατικούς της “δικαιοσύνης”, αλλά μάλλον στις αναζωογονητικές, ευεργετικές και καθαρτικές πράξεις αυτών που σκέπτονται διαφορετικά. Αν η “ελευθερία” γίνει “προνόμιο”, η λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας σπάει.»

Θανάσης Τσακίρης

Οι πολιτικές νεολαίες ως παράμετρος της κρίσης (του Σπύρου Ρουσσάκη)

Οι πολιτικές νεολαίες ως παράμετρος της κρίσης

του Σπύρου Ρουσσάκη*

Άρθρο 86 του Ελληνικού Συντάγματος για τη δίωξη μελών της κυβέρνησης και για το ειδικό δικαστήριο

Άρθρο 86 – (Δίωξη κατά μελών της Κυβέρνησης, Ειδικό Δικαστήριο)
1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.
2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο
3. Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση. 3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Oλομέλεια της Βουλής η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Η Βουλή μπορεί να ασκήσει την κατά την παράγραφο 1 αρμοδιότητά της μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.
4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος. Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον ’ρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος. Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα. Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.
5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας.

Τι κατέρρευσε το 1989;

ΤΙ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ 1989;

ΤΙ ΚΑΤΕΡΡΕΥΣΕ ΤΟ 1989;

Η ιστορία είναι πανούργα και καπριτσόζα. Η Σοβιετική Ένωση που σταμάτησε το Ναζισμό στο Στάλινγκραντ και τον έστειλε στα «χρονοντούλαπα» της ιστορίας, σήμερα αντιμετωπίζει το εθνικοσοσιαλισμό ως ένα ενδεχόμενο της προοπτικής της. Ο Πούτιν και η νεολαία του που ονομάζεται NASHI δημιουργούν αυτή την προοπτική. Πώς έφτασαν τα πράγματα ως εδώ; Τι ήταν αυτό που κατέρρευσε πριν από 20 χρόνια, το 1989, και άνοιξε το δρόμο για το εθνικιστικό Πουτινικό κράτος;

Διατυπώθηκαν πολλές θεωρίες για την ΕΣΣΔ και τους δορυφόρους της. Άλλοι την αποκάλεσαν «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» γιατί δεν είχε λάβει χώρα παλινόρθωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ενώ ο οικονομικός προγραμματισμός και η εθνικοποιημένη βιομηχανία ήταν ακόμη σε εφαρμογή. Όμως, το κράτος βρισκόταν υπό τον έλεγχο της γραφειοκρατικής κάστας της οποίας τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα ήταν αντίθετα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. O Λέων Τρότσκι θεωρούσε ότι η γραφειοκρατία είχε αποκτήσει πρωτόγνωρο βαθμό ανεξαρτησίας από την κυρίαρχη τάξη. Η γραφειοκρατία λαμβάνει αστικά χαρακτηριστικά χωρίς να υπάρχει στο πλάι της εθνική αστική τάξη. Είναι με την έννοια αυτή, συνεχίζει ο Τρότσκι, «το μοναδικό προνομιούχο και διευθντικό στρώμα της Σοβιετικής κοινωνίας». Ως συνέπεια, η πολιτική επανάσταση υπέρ της συνέχισης της επαναστατικής πολιτικής και την ανατροπή της γραφειοκρατικής εξουσίας ήταν η πρόταση του Τρότσκι και μιας μερίδας των οπαδών του. Για τον ίδιο αυτή η επανάσταση ήταν αναπόφευκτη. Μετά το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν στην ΕΣΣΔ επικράτησε μια πιο τεχνοκρατική γραφειοκρατική κάστα που επιδίωκε τον εκσυγχρονισμό αυτού του συστήματος. Η κριτική του Μάο Τσε Τουνγκ και του Κινέζικου ΚΚ προς την ΕΣΣΔ ήταν έντονη. Οι σινοσοβιετικές σχέσεις πέρασαν από 40 τρικυμιώδη κύματα με αποκορύφωμα την εποχή της Πολιτιστικής Επανάστασης που αναδείκνυε μια διαφορετική επαναστατική προοπτική καθώς αναγνωριζόταν ότι η πάλη των τάξεων συνεχίζεται στα πλαίσια του σοσιαλισμού. Κατά τη Μαοϊκή κριτική, η ΕΣΣΔ είχε περάσει στον έλεγχο μιας νέας καπιταλιστικής τάξης, που οφείλεται στην επικράτηση των «χρουστσωφικών ρεβιζιονιστών». Η μαοϊκή κριτική, αν και άστοχη καθώς ελάχιστη ήταν η κριτική της σταλινικής πολιτικής που επί της ουσίας την αντιπαρέθετε ως δείγμα σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έθεσε το θέμα της «καπιταλιστικής επανόρθωσης» και της έννοιας μιας «νέας αστικής τάξης».

Στην αντίπερα όχθη, αυτή των επιγόνων του τροτσκιστικού κινήματος, ένας σημαντικός στοχαστής αγωνιστής, ο Τόνι Κλιφ έθετε θέμα δημιουργίας ενός «κρατικού καπιταλισμού» στην ΕΣΣΔ. Το βασικό κριτήριό του ήταν ποιος κατέχει τον έλεγχο της οικονομίας μέσω της διοίκησης των εργοστασίων. Στην πρώτη φάση, υποστηρίζει, την διαχείριση των εργοστασίων την είχαν τα συνδικάτα που σε συνδυασμό με τους εκπρόσωπους του Μπολσεβίκικου κόμματος, των εργοστασιακών επιτροπών και με τον τεχνικό διευθυντή. Το 1937 όταν είχε επικρατήσει οριστικά η διευθυντική τάξη σε συμμαχία με τους στρατιωτικούς και την ανώτερη κάστα των κομματικών στελεχών καταργήθηκε επίσημα η εργατική διαχείριση και αυτή ανατέθηκε στους διευθυντές. Τέλος, εκτός από την κατάργηση της δημοκρατίας η κυρίαρχη τάξη επέβαλε την υποταγή κάθε σχεδίου ανάπτυξης στην κεφαλαιακή συσσώρευση της βιομηχανίας και του στρατιωτικού-πολεμικού τομέα τσακίζοντας τη λαϊκή κατανάλωση. Τη συζήτηση προχώρησαν τα μέλη του ΣΚΜΒ Adam Buick και John Crump που ανέπτυξαν δημιουργικά προηγούμενες απόπειρες να συγκροτηθεί μια θεωρία του κρατικού καπιταλισμού.

Οι S. Resnick και R.Wolff χρησιμοποιούν την Αλτουσεριανή έννοια του «επικαθορισμού» για να μας υπενθυμίσουν ότι όλες οι πλευρές της κοινωνίας διαμορφώνουν τις άλλες και διαμορφώνονται από αυτές. Προωθούν μια μη ντετερμινιστική μαρξιστική ανάλυση και αρνούνται εμφατικά την απόλυτη αναγωγή της πολιτικής και της κουλτούρας στην οικονομική βάση και τη λογικά του «ιστορικά αναπόφευκτου». Θεωρούν ότι κάθε κοινωνία κρίνεται από το είδος των μηχανισμών και διαύλων μέσω των οποίων γίνεται η παραγωγή, ιδιοποίηση και διανομή του υπερπροϊόντος και τα ερωτήματα που θέτουν προς απάντηση είναι τα εξής: ποιος επιτελεί την αναγκαία εργασία και την υπερεργασία, ποιος λαμβάνει το παραγόμενο πλεόνασμα μια ποιος το διανέμει και σε ποιους; Οπότε, κομμουνιστική είναι μια ταξική δομή εάν και όταν οι άνθρωπο που συλλογικά παράγουν το πλεόνασμα είναι ταυτόχρονα αυτοί που συλλογικά το ιδιοποιούνται και το διανέμουν. Απέρριψαν, έτσι, τις εκδοχές -μαρξιστικές και αστικές- εκείνες που απέδιδαν πρωτεύοντα ρόλο στο είδος της άσκησης της εξουσίας ή στο είδος της νομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Υποστήριξαν ότι: 1) ότι ένα ιδιαίτερο είδος καπιταλιστικής ταξικής δομής αποτελούσε το πραγματικό ταξικό περιεχόμενο του Σοβιετικού «σοσιαλισμού» και (2) ότι ο κομμουνισμός απαντήθηκε μόνο σε πολύ περιορισμένα και υποδεέστερα πεδία της Σοβιετικής οικονομίας και έλαβε τη μορφή ενός κομμουνιστικού τύπου ταξικής δομής.. Παρά το γεγονός ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξης της ΕΣΣΔ συνυπήρχαν μορφές διανομής του υπερπροϊόντος που είτε ανάγονταν στην «αρχαία», τη φεουδαρχική, είτε στην καπιταλιστική, τη σοσιαλιστική και την κομμουνιστική οικονομία, οι συγγραφείς διακρίνουν την προ της σοβιετικής επανάστασης περίοδο και την μετά το 1989 μεταβατική περίοδο ως καθαρά καπιταλιστικές ενώ την ενδιάμεση περίοδο την θεωρούν κρατικό-καπιταλιστική, παρά την αλλαγή των πολιτικών ελίτ που κυβερνούσαν κάθε φορά.

Εν κατακλείδι, οι Resnick και Wolff μας επισημαίνουν ότι στην μετά την κατάρρευση στη Ρωσία «για μια ακόμη φορά, δεν υπάρχει καμιά αντίληψη των τάξεων με την έννοια της υπερεργασίας.» Χωρίς αυτή, τονίζουν πως δεν χρειάζεται ιδιαίτερη διορατικότητα για να υποθέσει κανείς το πώς η μετασοβιετική κοινωνία θα κατανοήσει και θα αντιδράσει όταν η πρώτη μεγάλη κρίση πλήξει την ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία της. Από τη μια πλευρά, πολλοί θα απαιτήσουν τότε μια «θεμελιακή» αλλαγή τέτοια που θα μπορεί να επιτρέψει σε μια Ρωσική ομοσπονδία να κατευθύνει το εκκρεμές πίσω σε ένα φιλελεύθερο ή αριστερό κρατικά διευθυνόμενο ιδιωτικό καπιταλισμό ή ίσως ακόμη πιο πέρα σε έναν κρατικό καπιταλισμό. Από την άλλη πλευρά, πολλοί μπορεί να απαιτήσουν ένα δεξιό κρατικά κατευθυνόμενο ή ακόμα και φασιστικό κρατικό καπιταλισμό. Σε κάθε περίπτωση, μια μετάβαση από τον ιδιωτικό πίσω προς τον κρατικό καπιταλισμό θα γίνει αντίθετα αντιληπτή ως μια “θεμελιώδης” αλλαγή από ένα κοινωνικό σύστημα σε ένα άλλο.

Θανάσης Τσακίρης
http://tsakiris.snn.gr
http://tsakthan.blogspot.com

Βιβλία για τον αντιδραστικό μοντερνισμό, τη διαδικασία του πολιτισμού και την σχέση της πολιτικής με την ηθική

Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εκδόσεις σχετικά με το Ναζισμό ήταν αυτή του έργου του Jeffrey Herf με τίτλο «Αντιδραστικός Μοντερνισμός : Τεχνολογία, Κουλτούρα και Πολιτική στη Βαϊμάρη και το Γ΄ Ράιχ». Η έκδοση έγινε το 199 6από τις πολύ καλές «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης» που εδρεύουν στο Ηράκλειο και είναι τμήμα του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας. Το έργο μετέφρασε ο Παρασκευάς Ματάλας και η επιστημονική επιμέλειά του έγινε από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης (Φιλοσοφική Ρεθύμνου) Χρήστο Χατζηιωσήφ. Η αξία του έργου αυτού είναι σημαντική στο βαθμό που εκτός των άλλων συμβάλλει στη λύση ενός ιδιαίτερα βασανιστικού ερωτήματος : πώς συνυπήρξαν και πώς συμβιβάστηκαν η πιο παράλογη και πιο αντιδραστική ιδεολογία του 20ού αιώνα που ήταν ο Ναζισμός με τα πλέον καινοτόμα ρεύματα του τεχνολογικού μοντερνισμού, κληρονομιές του οποίου υπάρχουν στη σημερινή Γερμανία. Ας μην ξεχνάμε πως οι περίφημες autoband και τα θρυλικά Volkswagen είναι δημιουργήματα αυτής της περιόδου. Τα 144 χρόνια που μεσολάβησαν από τη Γαλλική Επανάσταση και την έναρξη της εφαρμογής του «προγράμματος» του Διαφωτισμού ως την ανάδειξη του πιο παρανοϊκού πολιτικού της ιστορίας της ανθρωπότητας στην προεδρία της Γερμανικής καγκελαρίας δεν ήταν φαίνεται αρκετά στους απογόνους του Μπετόβεν και τόσων άλλων επιφανών Γερμανών ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών για να τους αποτρέψουν από το «μοιραίο». Η «τελική λύση» που δόθηκε στο «πρόβλημα» των «Άλλων» ήταν η λύση που γνωρίσαμε. Παράδοση και νεωτερικότητα συνυπήρξαν στη μεγάλη αυτή κεντροευρωπαϊκή αυτή χώρα για πολλές δεκαετίες με τέτοιο τρόπο ώστε να δεθούν σε ένα εκρηκτικό μείγμα που ήρθε κι έδεσε με τις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης κοινωνίας, τα εθνικά της προβλήματα, την καθυστερημένη καπιταλιστική ανάπτυξη της βιομηχανίας, την ανάδειξη του ιστορικισμού και των στρεβλώσεών του ως φιλοσοφίας.

Εξίσου σημαντικό είναι και το έργο του Norbert Elias με τίτλο «Η Διαδικασία του Πολιτισμού : Μια Ιστορία της Κοινωνικής Συμπεριφοράς στη Δύση» που εξέδωσαν, το 1997, οι Εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» στη σειρά νεότερης και σύγχρονης ιστορίας που επιμελούνται οι Κώστας Κωστής και Σωκράτης Πετμεζάς. Η μετάφραση είναι του Θεόδωρου Λουπασάκη και η επιμέλεια του Κώστα Λιβιεράτου. Η μελέτη αυτή έχει στόχο να εξετάσει τις μεταβολές που υπέστη η έννοια και το περιεχόμενο του «πολιτισμού» στη Δύση μέσα στο χρόνο. Ποια ήταν τα ελατήρια που κίνησαν τις μεταβολές, γιατί άλλη ήταν η έννοια της ίδιας λέξης στη Γαλλία (Civilization) και άλλη στη Γερμανία (Kulture), πώς συνδέεται το ερώτημα αυτό με τη Γερμανική πρόσληψη του «ρομαντισμού» και πώς συνδέεται αυτή με την αυταρχική-ολοκληρωτική κατεύθυνση της χώρας αυτής ; Όπως τονίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, «για να επιτευχθεί η πρόσβαση στα κύρια ερωτήματα, έπρεπε πρώτα να αποκτηθεί μια σαφέστερη εικόνα της βραδείας μεταβολής που υπέστησαν, από τον Μεσαίωνα και πέρα, η συμπεριφορά και ο θυμικός βίος των ανθρώπων της Δύσης. Αυτήν αναλαμβάνει να δείξει το δεύτερο μέρος. Με απλό τρόπο και όσο πιο παραστατικό γίνεται, επιχειρεί να ανοίξει το δρόμο προς την κατανόηση της ψυχικής διαδικασίας του πολιτισμού». Η μέθοδος της «κατανόησης» (Verstehen) είναι τελικά εκείνη που ανοίγει το δρόμο για την πιο πολύπλευρη εξήγηση της ιστορικής διαδικασίας σε συνδυασμό με την υλιστική ερμηνεία. Βέμπερ και Μαρξ ίσως να έκαναν ένα αχτύπητο επιστημονικό δίδυμο αν συνέπιπταν οι εποχές τους. Εξάλλου δεν είναι τυχαία η παρατήρηση του Richard Senett πως το έργο του Elias είναι «χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο έργο ιστορικής κοινωνιολογίας από την εποχή του Μαξ Βέμπερ».

Το 1995 από τις Εκδόσεις «Στάχυ» κυκλοφόρησε το βιβλίο του Γιώργου Μανιάτη με τίτλο  «Πολιτική και Ηθική : Η Κρίση της Πολιτικής και η Δυνατότητα Ηθικής Θεμελίωσης του Πολιτικού Πράττειν». Η κρίσης της πολιτικής δεν είναι φαινόμενο μόνο της «καθ’ ημάς Ανατολής» αλλά και της Εσπερίας, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Η πολιτική και η οικονομία του «καζίνο» δημιουργεί κοινωνικές εκρήξεις που δεν μπορούν να προσανατολιστούν προς αριστερές ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Ο ρατσισμός, η βία, η εγκληματικότητα και ο «μεγάλος αδελφός» εγκαθίστανται για τα καλά στην καθημερινή μας ζωή. Η «κοινή γνώμη» όλο και περισσότερο Δ.Ξ/Δ.Α. και άκυρο-λευκό-αποχή απαντά στα εικονικά ψηφοδέλτια των δημοσκόπων. Πού θα πάει αυτή η κατάσταση ; Είναι δυνατόν να είναι «όλοι ίδιοι» ; Αδιέξοδο των ανθρωπίνων και κοινωνικών σχέσεων ; Ο Γ.Μανιάτης προσπαθεί «να στοιχειοθετήσει μια πρόταση για την αντιμετώπιση αυτής της σχέσης και τη δυνατότητα ηθικής θεμελίωσης της πολιτικής, λαμβάνοντας υπόψη τις διαδικασίες διαμόρφωσης ενός ιστορικού υποκειμένου με νέα χαρακτηριστικά» και θεωρεί «ότι για τη διερεύνηση της σχέσης πολιτικής και ηθικής είναι αναγκαίος ο αναστοχασμός πάνω στα κριτήρια, τα μέσα και τους στόχους της μεγάλης χειραφετητικής διαδικασίας που άρχισε με την εποχή του Διαφωτισμού και παραμένει ανολοκλήρωτη». Σε τέσσερις βασικές ενότητες ο Γ.Μανιάτης αναφέρεται στις συζητήσεις που διεξάγονται για τη σχέση ηθικής και πολιτικής. Η πρώτη ενότητα αναφέρεται  στην αντίθεση του σύγχρονου θετικιστικού τρόπου σκέψης που θεωρεί αξιακά ουδέτερη την πολιτική δράση και της αρχαίας ελληνικής αντίληψης που ήθελε την ηθική και την πολιτική ταυτισμένες σαν «αυγοτάραχο». Η δεύτερη ενότητα αναφέρεται στην αντίθεση των μεθοδολογικών και πολιτικών αντιλήψεων του ατομικισμού και του ολισμού και την αντίστοιχη οπτική για τις σχέσεις ατόμου-κοινωνίας. Η τρίτη ενότητα με αφορμή το έργο «Justice as Fairness» του Αμερικανού πολιτικού φιλόσοφου John Rawls φωτίζει την αντίθεση ανάμεσα στα επιχειρήματα του σύγχρονου «σοσιαλ-δημοκρατικού» φιλελευθερισμού και του κοινοτισμού. Στην τέταρτη ενότητα επανέρχεται στο επίκεντρο η αντιπαράθεση Ρομαντισμού και Διαφωτισμού για την ανθρώπινη φύση και την Ιστορία, αντιπαράθεση που διατρέχει τις λέξεις, τις γραμμές και τις σελίδες των άλλων βιβλίων στα οποία αναφερθήκαμε.

 Θανάσης Τσακίρης 

Η Αριστερά των ΗΠΑ και οι εκλογές

Η περίοδος των προκριματικών εκλογών αφορά και την αριστερά στις ΗΠΑ και όχι μόνο τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας –το «δικτατορικό δυοπώλιο» όπως αποκαλεί τον ιστορικά κατεστημένο δικομματισμό ο, και πάλι υποψήφιος για το χρίσμα του Πράσινου Κόμματος, Ραλφ Νέιντερ. Το 2004 ο Νέιντερ νομίζοντας ότι το Μεταρρυθμιστικό Κόμμα ήταν καλύτερο και μαζικότερο σχήμα από το Πράσινο Κόμμα δεν επεδίωξε να εκτεθεί στις προκριματικές διαδικασίες του και θα επιδιώξει ξανά να κερδίσει το χρίσμα και σε άλλα «τρίτα» ανεξάρτητα κόμματα ώστε να μπορέσει υπάρξει περίπτωση να κερδίσει το 5% των ψήφων που χρειάζεται σε πανεθνικό επίπεδο ώστε να τύχει της επίσημης αναγνώρισης από το πολιτικό σύστημα και τις συνεπαγόμενες ωφέλειες που προβλέπονται. Βέβαια, συνεχίζει να πετάει διάφορες «τρελές προτάσεις» που, όμως, είναι «λογικές» αν τις δει κανείς από τη σκοπιά του «τρίτου πόλου» και μόνο. Παραδείγματος χάριν, σε μια συνέντευξή του στο τηλεοπτικό δίκτυο MSNBC είπε ότι θα επικοινωνούσε με τον νυν δήμαρχο της Νέας Υόρκης, τον μεγιστάνα του οικονομικού Τύπου και της Wall Street για να τον παροτρύνει να κατέβει ως «ανεξάρτητος». Παράλληλα με τον Νέιντερ –που δεν χρειάζεται πλέον ιδιαίτερες συστάσεις- είναι τέσσερις υποψήφιοι που διεκδικούν το χρίσμα ως μέλη του Πράσινου Κόμματος. 

Αναλυτικότερα, η Κατ Σουίφτ είναι η νεότερη υποψήφια από όλα τα κόμματα. Στα 33 της χρόνια έχει αποκτήσει πολλές πολιτικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές εμπειρίες έχοντας ζήσει σε πολλά διαφορετικά περιβάλλοντα (ΗΠΑ, Καναδάς, Καλιφόρνια, Τέξας κλπ) και έχοντας αναμιχθεί σε διάφορα κινήματα και ομάδες εναντίον του πολέμου, της κυριαρχίας των μεγάλων επιχειρήσεων, της καταστροφής του περιβάλλοντος, του αλκοολισμού, και υπέρ της ειρήνης, της απόδοσης δικαιωμάτων σε μετανάστες και πρόσφυγες, έχει καταξιωθεί στη γνώμη των μελών και στελεχών του κόμματος ως η γεμάτη πάθος για δικαιοσύνη ακτιβίστρια και γραμματέας της οργάνωσης στο Τέξας. Είναι σα να λέμε το «αντίστοιχο του Αλέξη Τσίπρα» στις ΗΠΑ.  Εργάζεται ως βιβλιοθηκονόμος σε δύο μη κερδοσκοπικές εταιρίες βιβλιοθηκών.  

Η αφροαμερικανίδα Σύνθια Μακ Κίνεϊ από την Ατλάντα έχοντας υπηρετήσει 6 θητείες ως βουλευτίνα στην Βουλή των Αντιπροσώπων παραιτήθηκε από μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος απογοητευμένη από την διαρκή αδυναμία του να χαράξει μια προοδευτική πολιτική ατζέντα και, κυρίως, για τη χλωμή του θέση και παρέμβαση στο θέμα της απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και τον τερματισμό του πολέμου. Σε μια θεαματική παρέμβασή της λίγο πριν αποχωρήσει από το κόμμα είχε προτείνει την αντικατάσταση της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσυ Πελόσι από την αντιπολεμική ακτιβίστρια Σίντυ Σήχαν. Συμμετέχει στα κινήματα για την εκλογική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια, τη δημοσιονομική λογοδοσία, την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την περιβαλλοντική δημοσιότητα, το δικαίωμα στην επιστροφή των επιβιωσάντων από τους τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα, ενάντια στον πόλεμο ως εργαλείο δημόσιας πολιτικής, ενάντια στις καταχρήσεις των βάρβαρων αστυνομικών που σκοτώνουν και βασανίζουν εκείνους που υποτίθεται ότι προστατεύουν (για τη βαρβαρότητα της αστυνομικής βίας στις ΗΠΑ βλ. http://www.youtube.com/watch?v=Ri2O2SPVBQM και http://www.youtube.com/watch?v=rq3jV1_GOTs ). 

Ο τρίτος υποψήφιος είναι ο Κεντ Φίλιπ Μέσπλεϊ. Γεννήθηκε το 1962 στην Παπούα Νέα Γουϊνέα από γονείς μέλη Λουθηρανικής ιεραποστολής. Μεγάλωσε σε τροπικά δάση με «πρωτόγονους» λαούς και διδάχθηκε από τον διάσημο εξελικτικό βιολόγο Τζέιρντ  Ντάιαμοντ που τότε ερευνούσε τις αποικίες των πουλιών της περιοχής ως ορνιθολόγος. Έτσι μυήθηκε στην περιβαλλοντολογία και την οικολογία. Σπούδασε Δυτική και Μη Δυτική Ιατρική και σήμερα πια εργάζεται ως «ελεγκτής ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην κομητεία Σαν Ντιέγκο στην Καλιφόρνια. Θεωρεί ότι μέσω της πολιτικής διαδικασίας και της κινηματικής πολιτικής μπορεί να αλλάξει ο κόσμος.

Από την Δυτική Βιρτζίνια και το τοπικό Ορεινό Κόμμα που συνδέεται οργανωτικά με το Πράσινο προέρχεται ο Τζέσι Τζόνσον. Στόχοι του: Καθαρός Αέρας, Καθαρά Νερά, Καθαρή Γη. Υπεύθυνες πρακτικές σε θέματα μεταλλείων και υλοτομίας. Οικονομική δικαιοσύνη και τερματισμός του πλουτισμού των μεγάλων επιχειρήσεων. Μικρά κοινοτικά σχολεία και περιορισμός της μετακίνησης με σχολικά λεωφορεία. Καθολική Υγειονομική Κάλυψη. Μεταρρύθμιση της χρηματοδότησης των εκλογικών δαπανών.  

Τέλος ο καθηγητής Τζέιρντ Μπολ από το Πανεπιστήμιο του Μέρυλαντ αποφάσισε να αποσυρθεί από την διεκδίκηση του χρίσματος και να υποστηρίξει την προσπάθεια της Σύνθια Μακ Κίνεϋ. 

Στο χώρο της τροτσκιστικής αριστεράς, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Εργατών (SWP) κατεβαίνει όπως πάντα στις εκλογές. Υποψήφιος Πρόεδρος είναι ο Ρότζερ Καλέρο  και αντιπρόεδρος η Άλυσον Κέννεντυ. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα των ΗΠΑ κατεβαίνει με υποψήφιο Πρόεδρο τον Μπράιαν Μουρ και τον Στιουαρτ Αλεξάντερ.   

Ας πάμε τώρα στην αριστερά που δεν κατεβαίνει με ανεξάρτητα ψηφοδέλτια στις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Το ανανεωμένο ΚΚ-ΗΠΑ έχει αποδεχτεί τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού στο ομοσπονδιακό επίπεδο και είναι αναφανδόν υπέρ των Δημοκρατικών και υποστηρίζει τη λογική της προτεραιότητας της εκδίωξης των ακροδεξιών Ρεπουμπλικανών από το Λευκό Οίκο και την ηγεσία του Καπιτωλίου. Σύμφωνα με τον Εθνικό Γραμματές Σαμ Γουέμπ (βλ. συνέντευξη που εκπέμπεται στο ειδικό site www.youtube.com) καθώς η δημοκρατία είναι ταυτόχρονα προϋπόθεση και ουσία του σοσιαλισμού, οι τωρινές εκλογές είναι κρισιμότατο σταυροδρόμι όσον αφορά τη δημοκρατία. Γιατί «είναι ζήτημα δημοκρατίας να έχουμε υγεία για όλους». Γιατί «είναι ζήτημα δημοκρατίας η ειρήνη, το δικαίωμα να ζούμε σε μια κοινωνία προσανατολισμένη στην ειρήνη». Γιατί «είναι ζήτημα δημοκρατίας το δικαίωμα στην ισότητα, η εναντίωση στο ρατσισμό». Η άκρα δεξιά που κυβερνά τις ΗΠΑ την τελευταία τριακοντανταετία, αρχής γενομένης από την εκλογή του Ρόναλντ Ρέιγκαν, προχωρά «περικόπτοντας συνεχώς δημοκρατικά δικαιώματα, το δημοκρατικό δικαίωμα των εργαζομένων να οργανώνονται συνδικαλιστικά και τα υπόλοιπα δικαιώματα». «Υπάρχει η αίσθηση», τονίζει ο Γουέμπ, «ότι αν εκλεγεί Πρόεδρος και Κοινοβουλευτική και Γερουσιαστική Πλειοψηφία από το Δημοκρατικό Κόμμα θα διεξάγεται σε καλύτερο γήπεδο ο αγώνας για το βάθεμα και την επέκταση της δημοκρατίας. Το πρώτο θέμα που θα πρέπει να τεθεί, σε περίπτωση σαρωτικής νίκης του Δημοκρατικού Κόμματος, είναι η καθολική ιατρικο-φαρμακευτική και συνταξιοδοτική κάλυψη. Το κίνημα που αναπτύσσεται στη χώρα γύρω από αυτό το θέμα στη χώρα μπορεί να γίνει εγγυητής της καθολικής κάλυψης.» Σύμφωνα με τον Γουέμπ, το κύριο καθήκον των κομμουνιστών στις εκλογές είναι να ηττηθεί αυτή η άκρα δεξιά που κυβερνά «και με δεδομένη την πραγματικότητα αυτής της χώρας πρέπει να ψηφιστεί ο υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος.» Το ζήτημα της οικοδόμησης ενός βιώσιμου «τρίτου κόμματος» μετατίθεται για το μέλλον. «Προς το παρόν, λοιπόν, πρέπει να ηττηθεί η κυβερνώσα άκρα δεξιά, να εκλεγούν οι Δημοκρατικοί και στη μετεκλογική περίοδο να συνεχίσει να αγωνίζεται το ευρύτερο κίνημα, μέρος του οποίου είμαστε και εμείς, δηλαδή το κίνημα το εργατικό, το αφροαμερικανικό, το κίνημα των λατινοαμερικανών και των άλλων ‘έγχρωμων πολιτών’, της νεολαίας κ.α. Τόσα χρόνια είμαστε στην άμυνα και χάσαμε πολλές μάχες. Περιέκοψαν ασφαλιστικά δικαιώματα, θέσεις εργασίας, μείωσαν τα μέτρα «θετικής δράσης», μας ενέπλεξαν σε πολέμους. Με την εκλογή Δημοκρατικού Προέδρου και Κογκρέσου μπορούμε να περάσουμε στην επίθεση με καλύτερους όρους.» Το Παγκόσμιο Κόμμα Εργαζομένων (WWP) μέχρι στιγμής δεν έχει ανακοινώσει αν θα κατέβει στις εκλογές. Σε άρθρα και συνεντεύξεις στελεχών του τονίζεται ότι η διαφορά των φετινών εκλογών έγκειται στο ότι εκατομμύρια νέοι ψηφοφόροι και εργαζόμενοι επιθυμούν να εκδιωχθεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα από την κυβέρνηση και το Κογκρέσο και παίρνουν μέρος στην εκλογική διαδικασία με πρωτόγνωρη μαζική συμμετοχή, γι’ αυτό και εφιστούν την προσοχή της αριστεράς να μην είναι κι αυτή άλλη μια χαμένη ευκαιρία για την ανάπτυξη ενός μαζικού επαναστατικού κινήματος.    

Τέλος, ούτε και το Κόμμα Σοσιαλιστικής Ισότητας που είναι μέλος της Διεθνούς Επιτροπής της 4ης Διεθνούς δείχνει διάθεση για εκλογικό κατέβασμα ενώ αντιθέτως τονίζει την ανάγκη «η εργατική τάξη να οικοδομήσει το δικό της πολιτικό κόμμα, με βάση ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, και να επιδιώξει την ενότητα των εργαζομένων σε διεθνή βάση εναντίον του ιμπεριαλισμού και του πολέμου.»

  ΘΑΝΑΣΗΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ

http://tsakiris.snn.gr

http://tsakthan.blogspot.com

http://greekunions.wordpress.com

http://antiracistes.wordpress.com

http://homoecologicus.wordpress.com