Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Όψεις της συζήτησης για τη δημοκρατία στον 20ό αιώνα

Ο 20ός αιώνας υπήρξε ο αιώνας της δημοκρατίας. Ή μάλλον καλύτερα, ο αιώνας του «λόγου περί δημοκρατίας». Αντίθετα με τους προηγούμενους αιώνες, όταν η δημοκρατία ήταν ένα ιδεώδες και η θεωρητική συζήτηση αφορούσε πλευρές αυτής της ιδέας, κατά τον 20ό αιώνα η συζήτηση σχετίστηκε με τις αιτίες των δυσκολιών στην εφαρμογή της δημοκρατίας . Ο ναζισμός, ο φασισμός και ο σταλινισμός (με διαφορετικά πρόσημα και μεγέθη) αλλά και ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν άφηναν περιθώρια στη δημοκρατία για πολλές δεκαετίες. Ο Ρόμπερτ B. Πράις (Καναδός πολιτικός, μαθητής του Κέυνς και δ/ντής του ΔΝΤ το 1971) παρατήρησε με θλίψη ότι λείπει η καλή θέληση, η πολιτικοποίηση και η συνεργασία μεταξύ των δημοκρατικών πολιτών. Μαζί με τον αμφισβητία του «κλασικού δόγματος» περί δημοκρατίας Γιόζεφ Σουμπέτερ παρατήρησαν ότι η δημοκρατία είχε υποβαθμιστεί σε μέσο παροχής υλικών ωφελημάτων στους πολίτες και δεν ήταν πια ο σκοπός. Η άποψη του Σουμπέτερ για τη δημοκρατία ήταν αυτή μιας διαδικασίας ανταγωνισμού μεταξύ ηγετών με στόχο την ψήφο των πολιτών. Ο λαός, οι πολίτες, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το «κοινό καλό» κι έτσι ήταν εύκολη η χειραγώγησή του από τους ηγέτες, οι οποίοι είναι αυτοί που καθορίζουν την πολιτική ημερήσια διάταξη. Αυτή η απαισιόδοξη άποψη άνοιξε το δρόμο για τη θεώρηση της δημοκρατίας με όρους αγοράς.

Στη Δυτική Ευρώπη και στις ΗΠΑ μια από τις συζητήσεις που φούντωσαν λόγω αυτής της απαισιόδοξης άποψης ήταν μεταξύ των ελιτίστικων και των πλουραλιστικών εκδοχών της δημοκρατίας. Η πρώτη, στηριζόμενη στην έννοια της ελίτ ως μιας κλειστής ομάδας που τα μέλη της διαθέτουν ειδικές γνώσεις και δεξιότητες ή/και πόρους, μέσω μιας σειράς στοχαστών και πολιτικών ηγετών έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει πως (πρέπει να) υπάρχει ανισότητα από την άποψη της κοινωνικής και της πολιτικής ισχύος ανάμεσα στις ελίτ και στις μάζες. Ο Βιλφρέντο Παρέτο διέκρινε μεταξύ κυβερνωσών και μη-κυβερνωσών ελίτ και μεταξύ αυτών και της μάζας. Ξεκινώντας από αυτή τη διάκριση ο πρώην σοσιαλδημοκράτης Ρόμπερτ Μίκελς διατύπωσε τον «σιδερένιο νόμο της ολιγαρχίας» για κάθε είδος οργάνωσης καθώς, κατ’ αυτόν, όταν μιλάμε για οργάνωση μιλάμε για ολιγαρχία, που για έναν άλλο στοχαστή, τον Μαξ Βέμπερ που η γραφειοκρατική ολιγαρχία, αλλά όπως τόνισε ο Γκαετάνο Μόσκα που προσπάθησε να συμβιβάσει τη θεωρία των ελίτ με μια περιορισμένης μορφής φιλελεύθερη δημοκρατία επινοώντας την έννοια της «κυκλοφορίας των ελίτ». Ξεχωριστή είναι η περίπτωση του Καρλ Μανχάιμ, ο οποίος αποδίδει την ύπαρξη περισσότερων ελίτ στις ολοένα και πιο πολύπλοκες κοινωνίες των μοντέρνων καιρών. Επομένως, καμία ελίτ δεν μπορεί εξ ολοκλήρου να κατευθύνει τις τύχες των κοινωνιών. Η πιο απαισιόδοξη από τις ελιτίστικες θεωρίες ήταν αυτή του Ορτέγκα Υ Γκασέτ που θεώρησε ως κίνδυνο για την (ελιτίστικη) δημοκρατία την «μετριοκρατία της μάζας» της οποίας απαγορεύει να γίνει κριτής μέσω της πολιτικής συμμετοχής.

Ένα μέρος από τους στοχαστές που ανέλαβαν να διερευνήσουν εμπειρικά και κριτικά αυτή την υπόθεση των ελιτιστών εξετάζουν τη διαστρωμάτωση της ισχύος, τις θέσεις και τη φήμη που απολαμβάνουν οι «προύχοντες» των τοπικών κοινοτήτων. Ένας από τους στοχαστές του οποίου η έρευνα προκάλεσε έντονη διαμάχη και πολυάριθμες νέες έρευνες αλλά και συνέβαλε στην πολιτική κριτική του συστήματος εξουσίας των ΗΠΑ ήταν ο Τσαρλς Ράιτ Μιλλς με το έργο του που έδειξε ότι η δημοκρατία είναι υποβαθμισμένη λόγω της κυριαρχίας των τριών ελίτ (οικονομική, πολιτική και στρατιωτική) που αλληλοσυνδέονται με την εξουσία. Ακυρώνεται, κατ’ αυτό τον τρόπο, η λειτουργία της δημοκρατίας ως άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Ο μαρξιστής Ραλφ Μίλιμπαντ χρησιμοποίησε σε γενικές γραμμές αυτή την ερευνητική λογική για να εξετάσει την περίπτωση των ελίτ της εξουσίας στο Η.Β. Η γενική μαρξιστική κριτική της θεωρίας των ελίτ τονίζει τον ταξικό χαρακτήρα της που αποτελεί μια μονόπλευρη και ανιστορική θεώρηση που δικαιολογεί την κυριαρχία της άρχουσας τάξης και των συμφερόντων της με την αναγόρευση της υποτιθέμενης «φύσης του ανθρώπου» και την τεχνοκρατική αντίληψη για την πολιτική, την κοινωνία και την οικονομία σε γενικούς κανόνες.
Η πλουραλιστική κριτική της «ελιτίστικης δημοκρατίας» πήρε άλλο δρόμο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μελέτη “Voting” του Μπέρναλντ Μπέρελσον (1954) ο οποίος ανέδειξε το «παράδοξο της δημοκρατίας», δηλαδή την αντίφαση της υπόθεσης των κλασικών θεωρητικών της δημοκρατίας με την πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται στα ευρήματα των ερευνών πολιτικής συμπεριφοράς που αρχίζουν να ακμάζουν και δείχνει πως οι ψηφοφόροι δεν είναι ιδιαίτερα ενεργοί στο δημόσιο βίο αλλά, αντιθέτως, είναι απαθείς και αυτό παρά το γεγονός ότι το σύστημα λειτουργεί ακόμη και χωρίς την ενεργό συμμετοχή των πολιτών. Αυτή η έρευνα άνοιξε το δρόμο για την ανάπτυξη μιας εμπειρικής θεωρίας σχετικά με τη συμβατότητα της κυριαρχίας των ελίτ και της δημοκρατίας («δημοκρατικός ελιτισμός). Οι υπερασπιστές του τονίζουν οι ελίτ διαθέτουν τη σοφία κι επιλέγουν σωστά στο όνομα των μαζών, δηλαδή του κοινωνικού συνόλου. Όμως, εδώ υπάρχει αντίφαση, καθ’ όσον οι ελίτ είναι κλειστές και λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων τους τα οποία προασπίζουν. Επίσης υποστηρίζουν ότι οι ελίτ δεν αποτελούν κίνδυνο για τη δημοκρατία επειδή είναι πολλές και εναλλάσσονται στην εξουσία και για να πετύχουν κάτι πρέπει να έρχονται σε διαπραγματεύσεις και να συνεργάζονται μεταξύ τους με αποτέλεσμα καμία να μην αυτονομείται ιδιαίτερα από τις άλλες. Οι υποστηρικτές του «δημοκρατικού ελιτισμού» και των «υπεύθυνων ελίτ» που στο φινάλε λογοδοτούν στο λαό και στις μη κυβερνώσες ελίτ μέσω των εκλογών αφαιρούν από την οπτική τους γωνία την εγγενή στο σύστημα χρονοκαθυστέρηση, δηλαδή το ότι τα τετελεσμένα γεγονότα επιφέρουν συχνά αρνητικές συνέπειες που δεν είναι πάντα αντιστρέψιμες (π.χ. ασφαλιστικό και εργασιακό νομοσχέδιο καθ’ υπαγόρευση ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ) στο χρονικό διάστημα μέχρι την επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αλλά και η ατομικιστική φιλελεύθερη δημοκρατική θεωρία απέρριψε τον «δημοκρατικό ελιτισμό» επειδή θεωρεί την πλειοψηφία των πολιών ως παθητικούς καταναλωτές που δεν είναι ικανοί να κρίνουν, να ασκήσουν εξουσία και είναι απαθείς. Σε σειρά ερευνών το εύρημα είναι κοινό: ως επί το πλείστον απαθείς ψηφοφόροι βρίσκονται μεταξύ των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων που δεν αντιλαμβάνονται ότι υπάρχουν εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις.

Έτσι, είναι οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που επιδέχονται βελτιώσεις, μεταρρύθμιση και ανατρεπτικό μετασχηματισμό και όχι η έννοια και η πολιτική της δημοκρατίας. Ο ελιτισμός χρησιμοποιεί τη δημοκρατία ως μέσο και όχι ως σκοπό. Αρνείται την πολιτική ισότητα και αποδέχεται την ανισότητα δύναμης και εξουσίας ως κάτι το «φυσικό». Κάθε απόπειρα αλλαγής των ισορροπιών θεωρείται ασύνετη. Οι υποστηρικτές της θεωρίας της «πλουραλιστικής δημοκρατίας» ή «πολυαρχίας» που αναπτύχθηκε σε αντιπαράθεση με τον ελιτισμό φέρνουν ως παράδειγμα το καθεστώς των ΗΠΑ κατά τον 20ό αιώνα. «Πολυαρχία» είναι η διακυβέρνηση από μια σειρά μειοψηφιών, από τις οποίες άλλες είναι ιδιοτελείς και άλλες δρουν προς όφελος του «κοινού καλού» αλλά όλες τους αποδέχονται την καθιερωμένη μορφή άσκησης πολιτικής και οι προτάσεις τους για την ακολουθητέα πολιτική παραμένουν στο πλαίσιο της συναίνεσης και του συστήματος. Γι’ αυτό ο πλουραλισμός δεν μπορεί να εξηγήσει την πραγματικότητα καθώς στην κλασική του μορφή δεν αποδέχεται την ύπαρξη μη επανορθώσιμων ανισοτήτων. Όποιες προσωρινές ανισότητες υπάρχουν τελικά εξαλείφονται μέσα από την συνεργασία.

Η πιο ουσιαστική κριτική των υπαρχουσών θεωριών για τη δημοκρατία προήλθε από το χώρο της «ριζοσπαστικής δημοκρατίας». Ο πρώτος θεωρητικός της ήταν ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ που υποστήριζε πως ο αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της φιλελεύθερης δημοκρατίας καθιστούσε τους πολίτες ελάχιστα πιο ελεύθερους από τους δούλους και ασκούσε σκληρή κριτική στο βρετανικό κοινοβουλευτισμό: «Ο λαός της Αγγλίας θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο, όμως κάνει τεράστιο λάθος.» Κορυφαία μορφή της ριζοσπαστικής δημοκρατίας είναι η «άμεση δημοκρατία» στα πλαίσια της οποίας ο καθένας και η καθεμιά θα μπορεί να αυτοεκπροσωπείται. Στην άμεση δημοκρατία όπου οι πολίτες έρχονται αντιμέτωποι με το Νόμο στην ουσία έρχονται αντιμέτωποι με τους νόμους που οι ίδιοι έχουν ελεύθερα δημιουργήσει. Οι φιλελεύθεροι ειρωνεύτηκαν και αντιπάλεψαν αυτή τη θέση, θεωρώντας ότι εξαναγκαζόμενος ο πολίτης να υπακούει στο νόμο εξαναγκάζεται να είναι ελεύθερος. Ο Ρουσσώ κατηγορήθηκε ότι άνοιξε το δρόμο για τον «ολοκληρωτισμό», ειδικά όταν πρότεινε την ύπαρξη ενός Νομοθέτη που θα εισηγείται προς το σύνολο των πολιτών να υιοθετήσουν ή να απορρίψουν την πρόταση νόμου του. Ακόμη χειρότερα, όταν εισηγείται στους πολίτες να μ ην εκφράζουν υα ιδιοτελή τους συμφέροντα και να εκφράζουν τη Γενική Βούληση. Στον 20ό αιώνα η άμεση δημοκρατία τέθηκε στο επίκεντρο αρκετές φορές σε διαφορετικές καταστάσεις. Στην Ελβετία των Καντονιών και στις ΗΠΑ τίθενται σε ισχύ δημοψηφισματικές διαδικασίες για την απόφαση σε τοπικά ή εθνικά ζητήματα. Στην Σοβιετική Επανάσταση εκφράστηκε με τη λειτουργία των σοβιέτ εργατών, αγροτών και στρατιωτών αλλά γρήγορα η κομματικο-κρατική γραφειοκρατία υφάρπαξε όλες τις εξουσίες των σοβιέτ καταστέλλοντας κάθε ιδέα και πράξη άμεσης δημοκρατίας. Η δεκαετία του 1960-1970 είδε την παγκόσμια εξέγερση της νεολαίας και τη Νέα Αριστερά να θέτουν εκ νέου το αίτημα της άμεσης δημοκρατίας με ιδιαίτερη αναφορά στις γενικές συνελεύσεων των εργατών των επιχειρήσεων και την αυτοδιαχείριση. Προσπαθώντας να δείξει τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές διαστάσεις της άμεσης δημοκρατίας, τις δυνατότητες αλλά και τους περιορισμούς και τους κινδύνους, ο Νίκος Πουλαντζάς πρότεινε τη συνύπαρξη θεσμών άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στο πλαίσιο μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα ήταν ριζικά διαφορετική από το μοντέλο του σταλινικού «υπαρκτού σοσιαλισμού» που στην ουσία ήταν ένα κρατικός καπιταλισμός με πραγματικά δικτατορικό πολιτικό καθεστώς. Η άμεση δημοκρατία είναι συνυφασμένη με την ελευθερία. Εξάλλου η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε έγκαιρα προειδοποιήσει τον Λένιν, τον Τρότσκι και τους Μπολσεβίκους επαναστάτες: «Ελευθερία μόνα για τα μέλη της κυβέρνησης, μόνο για τα μέλη του Κόμματος – αν και είναι πολυάριθμα – δεν είναι καθόλου ελευθερία. Η ελευθερία είναι ελευθερία γι αυτούς που σκέφτονται διαφορετικά. Η ουσία της πολιτικής ελευθερίας δεν εξαρτάται από τους φανατικούς της “δικαιοσύνης”, αλλά μάλλον στις αναζωογονητικές, ευεργετικές και καθαρτικές πράξεις αυτών που σκέπτονται διαφορετικά. Αν η “ελευθερία” γίνει “προνόμιο”, η λειτουργία της πολιτικής ελευθερίας σπάει.»

Θανάσης Τσακίρης